- αντιπροσωπεία
- Είναι μια έννοια που στο νεότερο δίκαιο έχει δύο θεμελιώδεις, αλλά εντελώς αποκλίνουσες σημασίες, σύμφωνα με το αν γίνεται χρήση της στο ιδιωτικό δίκαιο ή στο δημόσιο δίκαιο.
Στο ιδιωτικό δίκαιο η α. είναι θεσμός που ανάγεται κυρίως στο ρωμαϊκό δίκαιο, το οποίο αναγνώριζε σε ένα πρόσωπο (τον αντιπρόσωπο) την ικανότητα να ενεργεί μία ή περισσότερες δικαιοπραξίες στο όνομα και σύμφωνα με το συμφέρον ενός άλλου προσώπου (αντιπροσωπευομένου), στο οποίο επιρρίπτονται οι συνέπειες αυτών των δικαιοπραξιών. Την αρχή αυτή παρέλαβε και ο ελληνικός Αστικός Κώδικας, ο οποίος ορίζει στο άρθρο 211, ότι η δήλωση της βούλησης του αντιπροσώπου, ρητή ή όπως συνάγεται από τις περιστάσεις, δημιουργεί έννομα αποτελέσματα σε όφελος ή κατά του αντιπροσωπευομένου, με τον όρο ότι o αντιπρόσωπος ενέργησε μέσα στα όρια της εξουσίας που του παρέχει η α. Η εξουσία προς αντιπροσώπευση παρέχεται με μια δικαιοπραξία η οποία ονομάζεται πληρεξουσιότητα και πρέπει γενικά να υποβάλλεται στον τύπο που απαιτείται για τη δικαιοπραξία, την οποία αφορά η πληρεξουσιότητα. H πληρεξουσιότητα είναι ανακλητή και παύει μόλις συντελεστεί η έννομη σχέση στην οποία στηρίζεται· παύει επίσης με τον θάνατο ή με τη δικαιοπρακτική ανικανότητα του αντιπροσώπου ή του αντιπροσωπευομένου. Από το πρόσωπο του αντιπροσώπου κρίνονται τα ελαττώματα της βούλησης ή η γνώση και η υπαίτια άγνοια των περιστατικών που μπορούν να επηρεάσουν τη δικαιοπραξία. Στην περίπτωση που μια σύμβαση συνομολογήθηκε στο όνομα άλλου προσώπου χωρίς πληρεξουσιότητα, η ισχύς της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευομένου, διαφορετικά ο αντιπρόσωπος υποχρεώνεται να εκτελέσει αυτός τη σύμβαση ή να καταβάλει αποζημίωση, εκτός αν o αντισυμβαλλόμενος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την έλλειψη εξουσίας προς αντιπροσώπευση. Όταν λείπει η εξουσία προς αντιπροσώπευση, είναι άκυρη κάθε μονομερής δικαιοπραξία που θα επιχειρούσε ο αντιπρόσωπος, εκτός αν απευθύνεται προς άλλο πρόσωπο, το οποίο δεν την αποκρούει, και εγκριθεί από τον αντιπροσωπευόμενο· αν το τελευταίο αυτό δεν συμβεί, o αντιπρόσωπος οφείλει ή να εκτελέσει τη δικαιοπραξία ή να καταβάλει αποζημίωση. Είναι άκυρη η στο όνομα του αντιπροσωπευομένου δικαιοπραξία του αντιπροσώπου με τον εαυτό του ή με την ιδιότητα του ότι αντιπροσωπεύει τρίτο πρόσωπο, εκτός αν o αντιπροσωπευόμενος το έχει επιτρέψει ή αν συνίσταται αποκλειστικά στην εκτέλεση υποχρέωσης.
Η φύση και το περιεχόμενο της α. είναι τελείως διαφορετικά στην περίπτωση της α. δημοσίου δικαίου (ή πολιτικής α.). Το είδος αυτό α. συνδέεται στενά με τυπικά σύγχρονες μορφές οργάνωσης του κράτους (αντιπροσωπευτικό κράτος) και συνίσταται στην έμμεση άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας με τη βοήθεια οργάνων που απαρτίζονται από αντιπροσώπους του λαού. Αν και δεν λείπει από τις νεότερες πολιτικές θεωρίες η άρνηση κάθε δυνατότητας αντιπροσώπευσης της λαϊκής κυριαρχίας (π.χ. Ρουσό), οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί χαρακτηρίζουν σχεδόν όλα τα κράτη. Συζητείται αντίθετα η φύση της πολιτικής α. και η έννοια της παραχωρούμενης εξουσίας. Στα αντιπροσωπευτικά κράτη φιλελεύθερων κατευθύνσεων τα συντάγματα καθιερώνουν γενικά τον μη επιτακτικό χαρακτήρα της παρεχόμενης από τους εκλογείς εντολής προς τους αντιπροσώπους τους και την πλήρη ανεξαρτησία απέναντι στους εκλογείς. Ορισμένα συντάγματα προβλέπουν αντίθετα τον ανακλητό και επιτακτικό χαρακτήρα της εντολής. Ανάλογοι θεσμοί (τους οποίους προέβαλαν η Αμερικανική και η Γαλλική επανάσταση) εφαρμόστηκαν στο παρελθόν, σε σχετικά περιορισμένα πλαίσια και σε ορισμένα κράτη, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελβετία· έχαναν όμως σιγά-σιγά τη συνταγματική τους σημασία, όσο διευκρινιζόταν και γινόταν θεωρητικά περισσότερο σταθερή η έννοια της έμμεσης δημοκρατίας.
* * *η1. το να είναι κανείς αντιπρόσωπος2. η αποκλειστική εμπορική εκπροσώπηση ιδρύματος ή οργανισμού που εδρεύει αλλού3. το σύνολο των αντιπροσώπων στους οποίους ανατέθηκε μία αποστολή.
Dictionary of Greek. 2013.